- ζωγραφιά
- dessin
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζωγραφία — ζωγραφίᾱ , ζωγραφία art of painting fem nom/voc/acc dual ζωγραφίᾱ , ζωγραφία art of painting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 19 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) [ζωγράφος] νεοελλ. 1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα 2.… … Dictionary of Greek
ζωγραφίᾳ — ζωγραφίαι , ζωγραφία art of painting fem nom/voc pl ζωγραφίᾱͅ , ζωγραφία art of painting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφιά — η 1. έργο ζωγραφικής. 2. εικόνα πολύχρωμη: Τα παιδικά βιβλία έχουν πολλές ζωγραφιές. 3. ομορφιά: Είναι μια ζωγραφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωγραφίας — ζωγραφίᾱς , ζωγραφία art of painting fem acc pl ζωγραφίᾱς , ζωγραφία art of painting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίαι — ζωγραφία art of painting fem nom/voc pl ζωγραφίᾱͅ , ζωγραφία art of painting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίαν — ζωγραφίᾱν , ζωγραφία art of painting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφιῶν — ζωγραφία art of painting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίαις — ζωγραφία art of painting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίη — ζωγραφία art of painting fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίης — ζωγραφία art of painting fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)